- προσκαταλέγοντες
- προσκαταλέγωenrol besidespres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαταλέγω — Α [καταλέγω] 1. εγγράφω σε κατάλογο επί πλέον, ως προσθήκη («παρθένοις τέτταρσιν οὔσαις δύο ἑτέρας προσκαταλέγω», Δίον. Αλ.) 2. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («τοῑς ἔθνεσιν ἑκάστοις τὰς γειτνιώσας προσκαταλέγοντες νήσους», Στράβ.) … Dictionary of Greek